καινουργία — καινουργίᾱ , καινούργιος newly made fem nom/voc/acc dual καινουργίᾱ , καινούργιος newly made fem nom/voc sg (attic doric aeolic) καινουργίᾱ , καινουργία making new fem nom/voc/acc dual καινουργίᾱ , καινουργία making new fem nom/voc sg (attic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καινουργία — καινουργία, ἡ (AM) [καινουργός] μσν. ανανέωση, ανακαίνιση αρχ. 1. νεωτερισμός, καινοτομία 2. μεταβολή πολιτική («ἐκ τῆς ταραχῆς καὶ καινουργίας θᾱττον ἂν μεταβολῆς τύχοιεν», Ισοκρ.) … Dictionary of Greek
καινούργια — καινούργιος newly made neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καινούργια Χώρα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 420 μ., 19 κάτ.) στην πρώην επαρχία Γυθείου του νομού Λακωνίας. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό άκρο της χερσονήσου της Μάνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ανατολικής Μάνης … Dictionary of Greek
καινουργίας — καινουργίᾱς , καινούργιος newly made fem acc pl καινουργίᾱς , καινούργιος newly made fem gen sg (attic doric aeolic) καινουργίᾱς , καινουργία making new fem acc pl καινουργίᾱς , καινουργία making new fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καινουργίαν — καινουργίᾱν , καινούργιος newly made fem acc sg (attic doric aeolic) καινουργίᾱν , καινουργία making new fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεολογισμός — Καινούργια λέξη ή έκφραση που έχει εισαχθεί σε μια γλώσσα. Ενώ οι κατασκευές λέξεων από το μηδέν (π.χ. Kodak, που θέλει να αναπαραγάγει τον θόρυβο από το άνοιγμα και το κλείσιμο του φωτογραφικού φακού ή η γαλλική λέξη gaz, που είναι μια αλλοίωση… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek